- προχθές
- επίρρ. позавчера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προχθές — και προχτές επίρρ. χρον., η μέρα πριν από τη χθεσινή: Ήρθε προχθές στο σπίτι ο Κώστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προχθές — the day before yesterday indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχθές — ΝΜΑ, και προχτές Ν, και προὐχθες και προχθές Α επίρρ. την ημέρα που προηγήθηκε από χθες, πριν από δύο ημέρες, την προπροηγούμενη ημέρα … Dictionary of Greek
πρόχθες — Α βλ. προχθές … Dictionary of Greek
προχθεσινός — ή, ό / προχθεσινός, ή, όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, ή, ό, Ν αυτός που έγινε ή συνέβη προχθές ή αυτός που υπάρχει από προχθές, από την προπροηγούμενη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προχθές / προχτές + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] … Dictionary of Greek
πρωϊζός — όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, όν, Α προχθεσινός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά α) προχθές β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά κατέδραθες», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το… … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek
Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… … Wikipedia
ακόμη — και ακόμα επίρρ.(Μ ἀκόμη) Α. (χρονικό) 1. (χωρίς άρνηση) α) έως τώρα «το μωρό κοιμάται ακόμη» β) μόλις, πριν από λίγο «ακόμη προχθές είχες άλλη γνώμη» 2. (με άρνηση) α) όχι έως τώρα «δεν έχω διαβάσει ακόμη» β) πριν, προτού να «ακόμη δεν μεγάλωσες … Dictionary of Greek
παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek